Υ­πὲρ πάν­των ἀ­πέ­θα­νεν

Γιὰ μί­α ἀ­κό­μα φο­ρᾶ, μὲ τὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, ὁ­δεύ­ου­με στὴν Ἁ­γί­α καὶ Με­γά­λη Ἑ­βδο­μά­δα, στὴν ἱ­ε­ρό­τε­ρη ἐ­ορ­το­λο­γι­κὴ πε­ρί­ο­δο τοῦ ἔ­τους. Γιὰ μί­α ἀ­κό­μη φο­ρᾶ θὰ ἀ­κο­λου­θή­σου­με τὰ ἴ­χνη τοῦ Νυμ­φί­ου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μᾶς Χρι­στοῦ καὶ θὰ γί­νου­με συ­νο­δοι­πό­ροι τοῦ Θεί­ου Πά­θους Του. Σύμ­φω­να μὲ τὸν ἱ­ε­ρὸ ὑ­μνο­γρά­φο, κα­λού­μα­στε ὅ­πως «συμ­πο­ρευ­θῶ­μεν αὐ­τῷ καὶ συ­σταυ­ρω­θῶ­μεν καὶ νε­κρω­θῶ­μεν δὶ΄αὐ­τὸν ταῖς τοῦ βί­ου ἠ­δο­ναῖς· ἴ­να καὶ συ­ζή­σω­μεν αὐ­τῷ». Μὲ αὐ­τὴ τὴν προ­ϋ­πό­θε­ση θὰ γί­νου­με πραγ­μα­τι­κοὶ κοι­νω­νοὶ τῆς Ἀ­να­στά­σε­ώς Του. Μό­νο ἔ­τσι θὰ νοι­ώ­σου­με πραγ­μα­τι­κὰ τὴ χα­ρὰ τῆς Θεί­ας Ἐ­γέρ­σε­ως.
Ἡ ἀ­φε­τη­ρί­α αὐ­τῆς τῆς τό­σο ση­μαν­τι­κῆς ἐ­ορ­το­λο­γι­κῆς πε­ρι­ό­δου εἶ­ναι πα­νάρ­χαι­α καὶ ἀ­νά­γε­ται στοὺς ἀ­πο­στο­λι­κοὺς χρό­νους. Ἡ νη­στεί­α καὶ ἡ πνευ­μα­τι­κὴ προ­ε­τοι­μα­σί­α τῶν πι­στῶν της ἀρ­χαί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι πι­θα­νὸν νὰ ἔ­χει κα­θι­ε­ρω­θεῖ ἀ­πὸ τοὺς ἴ­διους τους Ἀ­πο­στό­λους, σύμ­φω­να μὲ τοὺς λό­γους τοῦ Κυ­ρί­ου πρὸς αὐ­τούς: «Ἐ­λεύ­σον­ται δὲ ἡ­μέ­ραι, ὅ­ταν ἀ­παρ­θῆ ἂπ΄αὐ­τῶν ὁ νυμ­φί­ος καὶ τό­τε νη­στεύ­σου­σιν» (Μάτθ.9:15). Ὁ ἅ­γι­ος Δι­ο­νύ­σι­ος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας (+264) μᾶς δί­νει πο­λύ­τι­μες πλη­ρο­φο­ρί­ες γιὰ τὸν ἑ­ορ­τα­σμὸ τῆς Με­γά­λης Ἑ­βδο­μά­δος τὸν 3ο αιώνα. Ἰ­δι­αί­τε­ρα κα­τα­το­πι­στι­κὴ εἶ­ναι ἡ προ­σκυ­νή­τρι­α Αἰ­θε­ρί­α (5ος αιώνας), ἡ ὁ­ποί­α στὸ πε­ρί­φη­μο Ὁ­δοι­πο­ρι­κό της στοὺς Ἁ­γί­ους Τό­πους μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ πῶς ἡ Ἱ­ε­ρο­σο­λυ­μί­τι­κη Ἐκκ­κλη­σί­α ἑ­όρ­τα­ζε τὴ Με­γά­λη Ἑ­βδο­μά­δα καὶ τὸ Πά­σχα στὰ πρω­το­χρι­στι­α­νι­κὰ χρό­νι­α. 
          Σύμφωνα μὲ τὸ ἱ­ε­ρὸ Χρυ­σό­στο­μο «Με­γά­λην κα­λοῦ­μεν τὴν Ἑ­βδο­μά­δα, οὐκ ἐ­πει­δὴ πλέ­ον ἔ­χει τὸ μῆ­κος τῶν ὡ­ρῶν΄ καὶ γὰρ εἰ­σὶ ἔ­τε­ραι πολ­λῶ μεί­ζους ὥ­ρας ἔ­χου­σαι΄ οὐκ ἐ­πει­δὴ πλεί­ους ἡ­μέ­ρας ἔ­χει΄ καὶ γὰρ ὁ αὐ­τὸς ἀ­ριθ­μὸς καὶ ταύ­της καὶ ταῖς ἄλ­λαις πά­σαις. Τί­νος οὒν ἕ­νε­κεν με­γά­λην ταύ­την κα­λοῦ­μεν; Με­γά­λα τι­νὰ καὶ ἀ­πόρ­ρη­τα τυγ­χά­νει τὰ ὑ­πάρ­ξαν­τα ἠ­μὶν ἐν αὐ­τὴ ἀ­γα­θά. Ἐν γὰρ ταύ­τη ὁ χρό­νι­ος ἐ­λύ­θη πό­λε­μος, θά­να­τος ἐ­σβέ­σθη, κα­τά­ρα ἀ­νη­ρέ­θη, τοῦ δια­βό­λου ἡ τυ­ραν­νὶς κα­τε­λύ­θη, τὰ σκεύ­η αὐ­τοῦ δι­ερ­πά­γη, Θε­οῦ κα­ταλ­λα­γὴ πρὸς ἀν­θρώ­πους γέ­γο­νεν» (Ὁ­μιλ.30, Εἰς Γέ­νε­σιν,P.G.53,273).
       Η Ἁ­γί­α καὶ Με­γά­λη Ἑ­βδο­μά­δα τῶν Πα­θῶν τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ Θε­οῦ μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­ναμ­φί­βο­λα σπου­δαι­ό­τα­το σταθ­μὸ πλου­σί­ου πνευ­μα­τι­κοῦ ἀ­νε­φο­δι­α­σμοῦ τῶν ψυ­χῶν μας. Ἡ μνεί­α τῶν ἱ­ε­ρῶν γε­γο­νό­των μα­ζὶ μὲ τὶς θε­σπέ­σι­ες ἀ­κο­λου­θί­ες τῶν ἁ­γί­ων ἡ­με­ρῶν, δη­μι­ουρ­γοῦν ἀ­τμό­σφαι­ρα κα­τά­νυ­ξης καὶ πε­ρι­συλ­λο­γῆς. Τὰ ’γι­α καὶ Σε­πτὰ Πά­θη τοῦ Χρι­στοῦ μας ἐ­λά­χι­στες ψυ­χὲς ἀν­θρώ­πων ἀ­φή­νουν ἀ­συγ­κί­νη­τες. Μό­νο οἱ πω­ρω­μέ­νοι ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ τὸ κα­κὸ ἐ­λά­χι­στοι ἄν­θρω­ποι πα­ρα­μέ­νουν ἀ­πα­θεῖς τὶς ἅ­γι­ες αὐ­τὲς ἡ­μέ­ρες. Τὸ με­γά­λο πλῆ­θος τῶν ἀν­θρώ­πων, οἱ ὁ­ποῖ­οι μᾶλ­λον θὰ μπο­ροῦ­σε κά­ποιος νὰ τοὺς χα­ρα­κτη­ρί­σει ἀ­δι­ά­φο­ρους, αὐ­τὲς τὶς ἅ­γι­ες ἡ­μέ­ρες κα­τα­κλύ­ζουν τοὺς να­οὺς μὲ τὴ «Σύ­νο­ψη» στὸ χέ­ρι νὰ σι­γο­ψάλ­λουν μα­ζὶ μὲ τοὺς ψάλ­τες τοὺς ὕ­μνους τῶν ἱ­ε­ρῶν ἀ­κο­λου­θι­ῶν.
       Πρέ­πει νὰ ἐ­πι­ση­μά­νου­με σὲ αὐ­τοὺς ποὺ δὲν γνω­ρί­ζουν τὴν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ τά­ξη, πὼς ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς ἔ­χει κα­θι­ε­ρώ­σει τὴ Μ. Ἑ­βδο­μά­δα νὰ τε­λεῖ­ται ὁ Ὄρ­θρος τῆς ἡ­μέ­ρας τὸ προ­η­γού­με­νο βρά­δυ, π.χ. ὁ Ὄρ­θρος τῆς Μ. Δευ­τέ­ρας τε­λεῖ­ται τὸ βρά­δυ τῆς Κυ­ρι­α­κῆς, ὁ Ὄρ­θρος τῆς Μ. Τρί­της τὸ βρά­δυ τῆς Μ. Δευ­τέ­ρας κ.ο.κ. Αὐ­τὸ γί­νε­ται γιὰ νὰ μπο­ροῦν οἱ ἐρ­γα­ζό­με­νοι πι­στοί­ ­ ­να συμ­με­τέ­χουν στὶς ἱ­ε­ρὲς ἀ­κο­λου­θί­ες.
       Ἡ δο­μὴ τῆς Με­γά­λης Ἑ­βδο­μά­δος εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς ἡ ἀ­να­πα­ρά­στα­ση τῆς τε­λευ­ταί­ας ἑ­βδο­μά­δος τῆς ἐ­πὶ γὴς πα­ρου­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ μας. Κά­θε ἡ­μέ­ρα «μνεί­αν ποι­ού­με­θα», ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει τὸ ἱ­ε­ρὸ συ­να­ξά­ρι, κά­ποιου ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­να τὰ σω­τή­ρι­α γε­γο­νό­τα. Τὴ Με­γά­λη Δευ­τέ­ρα τι­μᾶ­με μί­α με­γά­λη προ­σω­πι­κό­τη­τα τῆς Π.Δ. τὸν Ἰ­ω­σὴφ τὸν Πάγ­κα­λο, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι ὁ ἴ­διος, μὲ τὰ ἄ­δι­κα πα­θή­μα­τά του, τύ­πος τοῦ Χρι­στού­  καὶ ἐ­πί­σης ἐν­θυ­μού­μα­στε τὸ γε­γο­νὸς τῆς «ξη­ραν­θεί­σης συ­κῆς» ἀ­πὸ τὸν Κύ­ρι­ο, ὡς ζων­τα­νὴ προ­τρο­πὴ στοὺς πι­στοὺς γιὰ πα­ρα­γω­γὴ πνευ­μα­τι­κῶν καρ­πῶν. Τὴ Με­γά­λη Τρί­τη ἐν­θυ­μού­μα­στε τὶς δι­δα­κτι­κό­τα­τες πα­ρα­βο­λὲς τῶν Δέ­κα Παρ­θέ­νων καὶ τῶν Τα­λάν­των, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἔ­χουν ὑ­ψί­στη ση­μα­σί­α γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας, ὑ­πεν­θυ­μί­ζον­τάς μας τὴν φο­βε­ρὴ καὶ ἀ­δέ­κα­στη Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου. Τὴν Μ. Τε­τάρ­τη τι­μᾶ­με τὴ με­τά­νοι­α τῆς ἁ­μαρ­τω­λῆς γυ­ναι­κός, ἡ ὁ­ποί­α ἄ­λει­ψε μὲ μύ­ρο ἀ­πὸ εὐ­γνω­μο­σύ­νη τὰ πό­δια τοῦ Κυ­ρί­ου, λί­γο πρὶν τὸ Πά­θος Του καὶ ἀ­κό­μα τὴ μέ­ρα αὐ­τὴ θυ­μό­μα­στε τὴν προ­δο­σί­α τοῦ ἄ­θλι­ου Ἰ­ού­δα. Τὴ Μ. Πέμ­πτη ἑ­ορ­τά­ζου­με τὰ σω­τή­ρι­α γε­γο­νό­τα ποὺ συ­νέ­βη­καν κα­τὰ τὴ δι­άρ­κει­α τοῦ Μυ­στι­κοῦ Δεί­πνου, τὸν ἱ­ε­ρὸ Νι­πτή­ρα, τὴν πα­ρά­δο­ση τῆς Θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας, τὴν Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κὴ Προ­σευ­χὴ τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ τὴν σύλ­λη­ψη τοῦ Κυ­ρί­ου. Τὴν Μ. Πα­ρα­σκευ­ὴ προ­σκυ­νοῦ­με τὰ ἅ­γι­α καὶ σω­τή­ρι­α καὶ φρι­κτὰ Πά­θη τοῦ Κυ­ρί­ου μᾶς Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Τὸ Μ. Σάβ­βα­το τι­μᾶ­με τὴ θε­ο­σω­μὸ Τα­φῆ τοῦ Κυ­ρί­ου μας καὶ τὴν εἰς Αδου Κά­θο­δόν Του.
      «Αἳ μνῆ­μαι καὶ τὰ γε­γο­νό­τα τῶν ἡ­με­ρῶν τῆς Μ. Ἑ­βδο­μά­δος, γρά­φει σύγ­χρο­νος λό­γι­ος κλη­ρι­κός, ἔ­χουν ὁ­ρι­σθῆ κα­τὰ τὴν ἱ­στο­ρι­κὴν τῶν σει­ράν, ὥ­στε δὶ' αὐ­τῶν νὰ δύ­ναν­ται οἱ Χρι­στια­νοὶ νὰ πα­ρα­κο­λου­θοῦν, ὡς νὰ εἴ­σαν πα­ρόν­τες, πρῶ­τον τὴν πο­ρεί­αν τοῦ Κυ­ρί­ου πρὸς τὸ πά­θος, ἔ­πει­τα αὐ­τὸ τὸ πά­θος καὶ τὴν τα­φὴν καὶ τέ­λος τὴν ἀ­νά­στα­σίν Του» (Ἡ Ἁ­γί­α καὶ Με­γά­λη Ἑ­βδο­μάς, ἔκ­δο­σις Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Δι­α­κο­νί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, Ἀ­θῆ­ναι 1990, σέλ.10).
     Οι ἅ­γι­οι Πα­τέ­ρες στό­λι­σαν τὴ Μ. Ἑ­βδο­μά­δα μὲ ὑ­μνο­λο­γι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο ὑ­ψί­στης ποι­η­τι­κῆς καὶ μου­σι­κῆς ἀ­ξί­ας. Οἱ με­γα­λύ­τε­ροι ὑ­μνο­γρά­φοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ἐμ­πνευ­σμέ­νοι ἀ­πὸ τὸ Θε­ό, μὲ πί­στη καὶ εὐ­λά­βει­α, συ­νέ­θε­σαν γιὰ τὴ Με­γά­λη Ἑ­βδο­μά­δα ὕ­μνους ὕ­ψι­στης θε­ο­λο­γι­κῆς καὶ αἰ­σθη­τι­κῆς ἀ­ξί­ας.  Η ὑ­μνο­λο­γί­α τῆς Μ. Ἑ­βδο­μά­δος ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ ἀ­πό­γει­ό της παγ­κο­σμί­ου ποι­ή­σε­ως. Με­γά­λοι μου­σουρ­γοὶ ἕν­τυ­σαν αὐ­τοὺς μὲ ἔ­ξο­χη με­λω­δί­α.  Ποια ἀν­θρώ­πι­νη καρ­διὰ δὲν μέ­νει ἀ­συγ­κί­νη­τη στὸ ἄ­κου­σμα τοῦ κα­τα­νυ­κτι­κοῦ τρο­πα­ρί­ου «Ἰ­δοὺ ὁ Νημ­φί­ος ἔρ­χε­ται», ἢ τοῦ ἄ­φθα­στου δο­ξα­στι­κοῦ «Κύ­ρι­ε ἡ ἐν πολ­λαῖς ἁ­μαρ­τί­αις πε­ρι­πε­σοῦ­σα γυ­νή», ἡ τοῦ συγ­κλο­νι­στι­κοῦ κα­θί­σμα­τος «Σή­με­ρον Κρε­μᾶ­ται ἐ­πὶ ξύ­λου», ἢ τοῦ πε­ρί­φη­μου δο­ξα­στι­κοῦ «Ἐ­ξέ­δυ­σαν μὲ τὰ ἱ­μα­τι­ά μου» ἢ τῶν με­λω­δι­κό­τα­των ἐγ­κω­μί­ων τοῦ Ἐ­πι­τα­φί­ου «Ἡ Ζω­ὴ ἐν τά­φω»;
      Ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς κα­λεῖ αὐ­τὲς τὶς ἡ­μέ­ρες νὰ βι­ώ­σου­με μὲ συν­τρι­βὴ καὶ κα­τά­νυ­ξη τὰ ἅ­γι­α καὶ σε­πτὰ Πά­θη τοῦ Κυ­ρί­ου μᾶς Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Κα­λού­μα­στε νὰ γί­νου­με συ­νει­δη­τοὶ κοι­νω­νοὶ τῶν πα­θη­μά­των τοῦ Λυ­τρω­τῆ μας, δι­ό­τι ἔ­τσι θὰ νοι­ώ­σου­με τὸ μέ­γε­θος τῆς θεί­ας ἀ­γά­πης καὶ φι­λαν­θρω­πί­ας. Μό­νο ἔ­τσι θὰ κα­τα­λά­βου­με πὼς «οὐ φθαρ­τοῖς ἀρ­γυ­ρί­ῳ ἢ χρυ­σί­ῳ ἐ­λυ­τρώ­θη­μεν ἐκ τῆς μα­ταί­ας ἀ­να­στρο­φῆς πα­τρο­πα­ρα­δό­του, ἀλ­λὰ τι­μί­ῳ αἵ­μα­τι ὡς ἀ­μνοῦ ἀ­μώ­μου καὶ ἀ­σπί­λου Χρι­στοῦ» (Ἃ΄Πέ­τρ.1:19-20). Ἡ σω­τη­ρί­α μας εἶ­ναι ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῶν Πα­θη­μά­των καὶ τῆς ἀ­δί­κου Θυ­σί­ας τοῦ Κυ­ρί­ου μας, κὰθ ὅ­τι «τὰς ἁ­μαρ­τί­ας ἠ­μῶν αὐ­τὸς ἀ­νή­νεγ­κεν ἐν τῷ σώ­μα­τι αὐ­τοῦ ἐ­πὶ τὸ ξύ­λον, ἴ­να ταῖς ἁ­μαρ­τί­αις ἀ­πο­γε­νό­με­νοι τὴ δι­και­ο­σύ­νη ζή­σω­μεν» (Ἃ΄Πε­τρ.2:24). Ὁ Χρι­στὸς «ὑ­πὲρ πάν­των ἀ­πέ­θα­νεν ... ἴ­να οἱ ζῶν­τες μη­κέ­τι ἐ­αυ­τοῖς ζῶ­σιν, ἀλ­λὰ τῷ ὑ­πὲρ αὐ­τῶν ἀ­πο­θα­νόν­τι καὶ ἐ­γερ­θέν­τι» (Ρώμ.5:15). Αὐ­τὸ προ­ϋ­πο­θέ­τει ἡ βί­ω­ση ἀ­πὸ μέ­ρους μας τῶν σω­τη­ρί­ων Πα­θη­μά­των τοῦ Λυ­τρω­τῆ μᾶς Χρι­στοῦ νὰ μὴν εἶ­ναι τυ­πι­κὴ ἢ μό­νο συ­ναι­σθη­μα­τι­κή, ἀλ­λὰ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι κα­θο­λι­κὴ ὀν­το­λο­γι­κὴ μέ­θε­ξη τῶν σω­τη­ρι­ω­δῶν ἐ­νερ­γει­ῶν, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­πορ­ρέ­ουν ἀ­πὸ «τὸν τῆς πί­στε­ως ἀρ­χη­γὸν καὶ τε­λει­ω­τὴν Ἰ­η­σοῦν» (Ἑ­βρ.12:2).

Κείμενο: Λάμπρου Σκόντζου, θεολόγου

Προσθήκη νέου σχολίου

X