Το γεγονός αυτό εξιστορεί ο ευαγγελιστής Λουκάς στο κεφάλαιο Β', στ. 22-35. Συνέβη σαράντα μέρες μετά τη γέννηση του παιδιού Ιησού. Σύμφωνα με το Μωσαϊκό νόμο, η Παρθένος Μαρία, αφού συμπλήρωσε το χρόνο καθαρισμού από τον τοκετό, πήγε στο Ναό της Ιερουσαλήμ μαζί με τον Ιωσήφ, για να εκτελεσθεί η τυπική αφιέρωση του βρέφους στο Θεό κατά το «πάν άρσεν διανοίγον μήτραν (δηλαδή πρωτότοκο) άγιον τω Κυρίω κληθήσεται» και για να προσφέρουν θυσία, που αποτελούνταν από ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο μικρά περιστέρια. Κατά τη μετάβαση αυτή, δέχθηκε τον Ιησού στην αγκαλιά του ο υπερήλικας Συμεών (βλέπε 3 Φεβρουαρίου). Αυτό το γεγονός αποτελεί άλλη μια απόδειξη ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός δεν ήλθε να καταργήσει τον Μωσαϊκό νόμο, όπως ισχυρίζονταν οι υποκριτές Φαρισαίοι και Γραμματείς, αλλά να τον συμπληρώσει, να τον τελειοποιήσει.
O Συμεών κατοικούσε στο Ιεροσόλυμα και ήταν άνθρωπος δίκαιος και ενάρετος. Σύμφωνα με τη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά, φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα, βρέθηκε στην είσοδο του Ναού των Ιεροσολύμων κατά την Υπαπαντή του Χριστού. Ζήτησε κι έλαβε στην αγκαλιά του το Θείο Βρέφος και στη συνέχεια αναφώνησε το περίφημο «Νυν απολύεις τον δούλον Σου Δέσποτα...». Προείδε, ακόμη, τον μαρτυρικό σταυρικό θάνατο του Κυρίου και προείπε στην Παναγία τις θλίψεις που θα δοκίμαζε γι’ Αυτόν.
Παρούσα στη συνάντηση του Συμεών (ή Συμεώνος) με τον Ιησού ήταν και η γηραιά Άννα, κόρη του Φανουήλ, η οποία διακήρυξε ότι το μικρό παιδί ήταν ο Μεσσίας, που ανέμενε ο λαός του Ισραήλ. Η μνήμη της Άννας, που ανακηρύχθηκε προφήτις, συνεορτάζεται με αυτή του Συμεών.
Κατά την ολονυκτία της Υπαπαντής στην Κωνσταντινούπολη, οι βασιλείς συνήθιζαν να παρευρίσκονται στο Ναό των Βλαχερνών. Η συνήθεια αυτή εξακολούθησε μέχρι τέλους της βυζαντινής αυτοκρατορίας.